- λαβροφαγώ
- λαβροφαγῶ, -έω (Α)τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. καρπο-φαγώ, ξηρο-φαγώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek